- συναρμοζόμενα
- συναρμόζωpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαγκωτός — ή, ό 1. αυτός που έγινε από δάγκωμα 2. όποιος έχει δάγκωμα, ο δαγκωμένος 3. (για συναρμοζόμενα πράγματα) ο προσαρμοσμένος στις αντίστοιχες εσοχές ή εξοχές τού άλλου 4. φρ. «τού τό ριξα δαγκωτό» τόν καταψήφισα με επιδεικτική εμπάθεια … Dictionary of Greek